- τετρακοσαριά
- ηάθροισμα τετρακοσίων περίπου: Ήταν καμιά τετρακοσαριά άνθρωποι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετρακοσαριά — η, Ν (πάντοτε με τη λέξη καμιά) άθροισμα περίπου τετρακοσίων («ήταν καμιά τετρακοσαριά άτομα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακόσ ια + κατάλ. αριά (πρβλ. δεκ αριά, σαραντ αριά)] … Dictionary of Greek